πυρσοκόρσου

πυρσοκόρσου
πυρσόκορσος
red-maned
masc/fem/neut gen sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • πυρσόκορσος — ον, Α 1. ο πυρσόκομος* 2. (κατά τον Ησύχ.) «πυρσοκόρσου λέοντος πυρροκεφάλου, ξανθοτρίχου». [ΕΤΥΜΟΛ. < πυρσός (ΙΙ), δωρ. τ. τού πυρρός «ερυθρός, κοκκινωπός» + κορσος (< κόρση «κόμη τών κροτάφων»), πρβλ. δοχμό κορσος] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”